- στελέχωση
- η, Ν [στελεχώνω]1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στελεχώνω2. το σύνολο τών στελεχών μιας οργάνωσης, ενός οργανισμού, μιας επιχείρησης ή ενός κόμματος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναλφαβητισμός — Γενικά, σημαίνει την έλλειψη ικανότητας να διαβάζει και να γράφει ένας άνθρωπος τη μητρική του γλώσσα· ακριβέστερα, σύμφωνα με ορισμό της ΟΥΝΕΣΚΟ, είναι η κατάσταση του ατόμου που δεν ξέρει να διαβάζει ή να γράφει μια απλή και σύντομη έκθεση… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… … Dictionary of Greek
Κονοφάος, Χρύσανθος — (Πάργα 1790 – Αθήνα 1857). Λόγιος. Σπούδασε στα Ιωάννινα κοντά στον Αθανάσιο Ψαλίδα και αργότερα χειροτονήθηκε ιεροδιάκονος. Το 1814 προσκλήθηκε από τον μητροπολίτη Ιωαννίνων να αναλάβει τη διεύθυνση της πρωτοσυγκελίας της μητρόπολης. Διώχθηκε,… … Dictionary of Greek
Μουσείο Λεβέντειο Δημοτικό Λευκωσίας (Κύπρου) — Στεγάζεται σε ένα μεγάλο αρχοντικό που χτίστηκε το 1892 (Ιπποκράτους 17, Λαϊκή Γειτονιά Λευκωσίας). Αγοράστηκε το 1983 από το Ίδρυμα Α. Γ. Λεβέντη, για να μετατραπεί σε ιστορικό μουσείο. Το ίδρυμα ανέλαβε τα έξοδα συντήρησής του, ενώ ο δήμος… … Dictionary of Greek